- παρανήχομαι
- ΜΑπερνώ από έναν τόπο κολυμπώνταςαρχ.1. κολυμπώ κοντά στην ακτή2. κολυμπώ κοντά ή δίπλα σε κάποιον («τοὺς ἵππους παρὰ τὰ πλοῑα παρανηχομένους», Πλούτ.)3. μτφ. διέρχομαι, περνώ («ἐπεὶ παρενήξατο τὸ πλεῡν ἥβης», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + νήχομαι «κολυμπώ»].
Dictionary of Greek. 2013.